Μια {φανταστική} Πασχαλιά στον πρωτοβυζαντινό οικισμό της Ολυμπίας
Σουρούπωνε και ο Ανδρέας, ο μαρμαράριος, αμπάρωσε την πόρτα του εργαστηρίου του και ξεκίνησε με αργά βήματα για την μεγάλη εκκλησιά στο κέντρο του χωριού.
Γέρασε πια και κρατούσε με κόπο
ανοιχτό το εργαστήριό του, την περισσότερη δουλειά τώρα έβγαζαν οι δυο νεαροί βοηθοί.
Ήταν η Εβδομάδα των Παθών του Κυρίου και αυτός υπηρετούσε στο ναό αναγνώστης. Είχε ωραία δυνατή φωνή, εκφωνούσε το Ευαγγέλιο, τα απομνημονεύματα των αποστόλων, τα συγγράμματα των προφητών και έκανε τα ιερά κείμενα καθαρά και κατανοητά προς το εκκλησιαστικό πλήρωμα.
Ήταν
ταπεινός άνθρωπος, ήπιος στα φερσίματα και πάντα γλυκομίλητος αλλά βαθιά μέσα
του καμάρωνε για τη θέση και τα καθήκοντά του στην εκκλησιά μα και γιατί σε
αυτόν έλαχε ο κλήρος να κατασκευάσει το δάπεδο του Οίκου του Κυρίου αφού ήταν ο
καλύτερος ειδικευμένος τεχνίτης του
χωριού .
Ζούσε σε ένα παράξενο χωριό ο Ανδρέας. Τα φτωχικά αλλά νοικοκυρεμένα σπίτια καταστήματα τα εργαστήρια των συγχωριανών του ήταν κουρνιασμένα στα θεόρατα μυριοπλουμισμένα κτήρια που βρήκαν στον τόπο.
Ο ίδιος εδώ γεννήθηκε αλλά άκουγε από τους γέροντες
ιστορίες αλλόκοτες για τον τόπο
Οι παλαιοί έλληνες, του έλεγαν, λάτρευαν εδώ το μεγάλο θεό τους και ολόκληρος ο τόπος ήταν αφιερωμένος σε αυτόν. Κάθε τέσσερα χρόνια διοργάνωναν αθλητικούς αγώνες για χάρη του - αλλά και γυναικείους για να τιμήσουν τη θεϊκή σύζυγό του -και ταξίδευαν άνθρωποι από όλα τα μέρη του κόσμου αθλητές, ακόμα και αυτοκράτορες, άρχοντες, έμποροι, τραγωδοί, ποιητές και φιλόσοφοι για να τους δουν. Έξω από το ιερό άλσος που ήταν αφιερωμένο στο μεγάλο θεό υπήρχαν αυτοκρατορικές κατοικίες, αθλητικές λέσχες με κολυμβητήρια, ξενώνες, θέρμες και καπηλειά με πλούσια μαγειρεία και άνετα λουτρά για την περιποίηση των φιλοξενουμένων .
Όμως ξαφνικά όλα άλλαξαν, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας
μεταφέρθηκε σε άλλο τόπο και το απέραντο
κράτος χωρίστηκε στα δυο, νέοι
αυτοκράτορες διάταξαν οι υπήκοοί τους να απαρνηθούν τους παλιούς θεούς και να λατρεύουν ένα νέο και σπλαχνικό θεό το Χριστό, καταργήθηκαν οι αθλητικοί
αγώνες προς τιμήν των παλαιών θεών του τόπου και οι ναοί τους εξαγνίστηκαν και μετατράπηκαν σε εκκλησίες.
Χριστιανοί με τη βοήθεια του Κυρίου εγκαταστάθηκαν και στην Ολυμπία, τον ευλογημένο τόπο με τα δυο ποτάμια και τα παχιά χώματα και μεταποίησαν το άφθονο δομικό υλικό από τα κτίσματα που βρήκαν στο ιερό για να χτίσουν τα σπίτια και την εκκλησιά τους.
Σα να ΄ταν χθες θυμήθηκε ο Ανδρέας πως αφού διάλεξε τα καλύτερα μάρμαρα από τα μνημεία του τόπου έκανε το σταυρό τα έβγαλε και τα μετέφερε στην εκκλησία με το κάρο του.
Οι άνθρωποι του χωριού πάλευαν καθημερινά από τα βαθιά χαράματα έως τη νύχτα για να βγάλουν το ψωμί τους. Ό,τι περίσσευε το πουλούσαν στην ντόπια αγορά και στα πανηγύρια τους που γέμιζαν με κόσμο και από τα διπλανά χωριά. Φύτεψαν ελιές, δημητριακά και οπωροκηπευτικά, απόκτησαν κοπάδια με ζώα.
Οι περισσότεροι έγιναν αμπελουργοί φύτεψαν αμπέλια και έφτιαχναν με μαστοριά σπουδαίο κρασί.
Εγκατέστησαν τους ληνούς, τα πατητήρια για το μούστο με τα μεγάλα αγγεία για την αποθήκευση και την ωρίμανση του πολύτιμου χυμού στα ερειπωμένα και πιο δροσερά κτήρια, όπως στις παλιές ρωμαϊκές θέρμες με τις θαλάσσιες παραστάσεις στους πρόποδες του Κρονίου.
Η κόρη του Ανδρέα η Ζωή παντρεύτηκε το Μαρίνο τον αμπελουργό με πλατύφυλλα αμπέλια χαμηλά κάτω στον Αλφειό και τον μεγαλύτερο ληνό
του τόπου
που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του και ζούσαν στο νοτιότερο άκρο του χωριού.
Στο ίδιο σπίτι ζούσε και η αδελφή του Μαρίνου η Ειρήνη με τον άνδρα της τον Αλέξιο που έκανε στον κλίβανό του γυάλινα λεπτοδουλεμένα αγγεία
και περίφημα κρεμαστά λυχνάρια.
Ο γιός του Ανδρέα ο Δημήτριος δεν είχε ταλέντο στο επάγγελμα του πατέρα του, παντρεύτηκε τη Θεοδώρα και δούλευε σιδηρουργός στο εργαστήρι του πεθερού του, κατασκεύαζαν σιδερένια και χάλκινα σκεύη, γεωργικά και άλλα μετάλλινα εργαλεία απαραίτητα στις δουλειές στα χωράφια και το εμπόριο.
Η αδελφή της Θεοδώρας η Μαρία είχε παντρευτεί το Μιχαήλ που είχε εργαστήριο κεραμικής και αγγειοπλαστικής με δέκα παραγιούς.
Τα πιο γερά και καλοψημένα αγγεία για το κρασί της Ολυμπίας, λυχνάρια, σφραγίδες, κανάτες και σταμνιά έβγαιναν από το δικό τους μαγαζί.
Με τη βοήθεια του θεού όλοι πρόκοβαν στο χωριό, δούλευαν σε ό,τι κάτεχε ο καθείς, τα εμπορεύματα του χωριού μαζί με το ευωδιαστό κρασί φορτωνόταν στα κάρα για το λιμάνι της Φειάς, με τα πλοία έφταναν στις μεγάλες αγορές της Μεσογείου ενώ οι μαγαζάτορες του χωριού παράγγελναν από τους εμπόρους ό,τι έλειπε από το δικό τους τόπο.
Στην εκκλησιά μαζεύονταν οι κάτοικοι του χωριού τις Κυριακάδες και τις γιορτινές ημέρες.
Χτίστηκε στο ερειπωμένο αρχαίο εργαστήριο του μεγάλου γλύπτη και αρχιτέκτονα Φειδία, είχε ακούσει ο Ανδρέας, που έζησε σχεδόν χίλια χρόνια πριν από την εποχή τους και είχε ομορφοφτιάξει το θαυμαστό άγαλμα του μεγάλου θεού όλο από χρυσάφι και ελεφαντόδοτο. Γνώστης της δουλειάς ο Ανδρέας μακάριζε τον παλαιό καλλιτέχνη για τη φήμη που άφησε στους αιώνες και ευχαριστούσε την τύχη του που έλαχε και σε αυτόν να δουλέψει στα χνάρια του και να αφιερώσει την τέχνη του στον Οίκο του δικού του Θεού.
Μοναδική του ανταμοιβή ήταν να ταφεί κι ο ίδιος, όταν έρθει η ώρα του, σε ένα από τα δωμάτια που έθαβαν τους ιερείς ή άλλα τιμώμενα πρόσωπα, τα οποία συσχετίζονταν με την εκκλησία .
Μαζί με τον Ανδρέα δεύτερος αναγνώστης στην εκκλησία ήταν ο Κυριακός ο εμφυτευτής. Θεοσεβούμενο παλικάρι και φρεσκοπαντρεμένο, είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του κι αυτός από το δικό του πατέρα το δικαίωμα να νοικιάζει και να καλλιεργεί τα αμπέλια της εκκλησίας και κάθε χρόνο κατέβαλλε πληρωμή για τη συντήρησή της.
Αυτόν πήγαινε τώρα να συναντήσει ο Ανδρέας για
να πάνε μαζί στην εκκλησία.
Στα σοκάκια του χωριού τρέχανε χαρούμενα τα παιδιά με τις καινούριες υφαντές φορεσιές που τους έκαναν οι μανάδες τους.
Κυνηγούσαν πεταλούδες,
και ζουζούνια ενώ τα ακολουθούσαν ξετρελαμένα από το μυρωμένο αγέρι της άνοιξης τα γατιά και τα σκυλιά των σπιτιών.
Οι νοικοκυρές είχαν ασβεστώσει τους τοίχους και τα συγυρισμένα σπιτικά λάμπανε από την πάστρα, ζύμωσαν νωρίς τα ψωμιά των ημερών και τα σταύρωσαν προσεκτικά με τις ωραίες τους σφραγίδες.
Αγόρασαν από τα μαγαζιά καινούρια λυχνάρια, πινάκια,
λαγήνια,
χύτρες και τσουκάλια για το Λαμπριάτικο τραπέζι.
Όλο το χωριό εκτός από τους
άρρωστους και τους κατάκοιτους θα ξεκινούσαν σε λίγο για τη λειτουργία να συμμεριστούν με τους
κατανυκτικούς ύμνους τα πάθη του Θεανθρώπου.
Η καρδιά
όμως του Ανδρέα ήταν βαριά τούτες τις
μέρες και η ψυχή του στέναζε κρυφά και για
τα βάσανα των ανθρώπων.
Ο χειμώνας που πέρασε ήταν βαρύς με κρύα και πολλές βροχές. Το παλιό τείχος του ποταμιού είχε πάθει μεγάλες ζημιές από τον προηγούμενο σεισμό. Ο Κλαδέος φούσκωσε και ξεχείλισε παρασέρνοντας σπίτια και μαγαζιά. Η πλημμύρα έφτασε κοντά και στο δικό του σπίτι.
Η εκκλησία και όλοι οι
συγχωριανοί συνέτρεξαν όσους έχασαν τις περιουσίες τους και τους βοήθησαν να
χτίσουν φτωχικά σπιτάκια ανατολικά του
χωριού για να βολευτούν όπως όπως.
Πριν δυο μήνες όμως η γη είχε αρχίσει να βουίζει και να κουνιέται ξανά. Τότε τον κάλεσε ο επικεφαλής της αυτοκρατορικής φρουράς που είχε εγκαταστήσει τη βάση της σε μια άκρη του αρχαίου ναού, που στεκόταν όρθιος ακόμα αν λαβωμένος από την παλιά μεγάλη φωτιά, για να επιθεωρήσει τις ρωγμές στα μάρμαρα, ανησύχησε όμως από κάποιες κουβέντες που έπιασαν τα αυτιά του.
Έφταναν μηνύματα, έλεγαν, ότι βρήκε αφύλαχτα τα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας μια
απολίτιστη άγρια και εχθρική πολεμική
φυλή και κατέβαινε ορμητική προς το νότο.
Ο Ανδρέας θυμήθηκε τις ιστορίες για τις λεηλασίες των γερμανικών φύλλων στον τόπο τους που διηγούνταν οι γεροντότεροι και ανατρίχιασε.
Το βλέμμα του σηκώθηκε ψηλά στον
αρχαίο ναό καθώς πρόβαλλε ξεκορμίζοντας
από το μάρμαρο ένας όμορφος νεαρός θεός
και ησύχαζε με το απλωμένο χέρι του , την επίθεση που έκαναν άγριες αλλόκοτες μορφές μισοί άνθρωποι μισοί άλογα σε
ψυχωμένους λεβέντες πολεμιστές και δυστυχισμένες γυναίκες που έσκουζαν και
μοιρολογούσαν για τους άντρες και τα παιδιά τους.
- Θεός απέναντι στην εκκλησιά
μας θεός και τούτος εδώ, σκέφτηκε ο
Ανδρέας και ικέτεψε κρυφά την αυστηρή μα γαλήνια μορφή να προστατέψει ξανά τον
τόπο, τους ανθρώπους και το βιός τους.
Δεν έκανε μεγάλο βιός ο
Ανδρέας. Δούλεψε σκληρά σε όλη του τη
ζωή με τιμιότητα και με την έγνοια μην αδικήσει κανένα. Άλλωστε δεν χρειαζόταν πολλά και με απλότητα ζούσαν αυτός και η γυναίκα του. Ό,τι είχε αποκτήσει στα παιδιά και τα εγγόνια
του θα πήγαινε και ένα μέρος είχε τάξει στην εκκλησιά.
Ύστερα απ΄όσα άκουσε από τους στρατιώτες αποφάσισε να ασφαλίσει καλά το κομπόδεμά του κρύβοντάς το σε μέρος που δεν θα κινδύνευε από μια ξαφνική επίθεση στο χωριό τους, ορκίζοντας τη γυναίκα του να μη της ξεφύγει κουβέντα πουθενά στη γειτονιά. Ορμήνεψε το γιό και το γαμπρό του να ασφαλίσουν και το δικό τους κομπόδεμα.
Άδειασε το κρασί από το σπαθείον
του σπιτιού σε ένα μικρότερο σκεύος τύλιξε σε ένα υφαντό τη μικρή του περιουσία
από νομίσματα και την έκρυψε μέσα. Το άφησε ξανά στη θέση του κάτω από τον
πάγκο στην κουζίνα, αν τους χτυπούσε κάποιο ξαφνικό κακό, κανείς δεν μπορούσε
να σκεφτεί ότι το δοχείο περιείχε κάτι άλλο εκτός από κρασί .
Απόψε ο Ανδρέας σκεφτόταν τα
εγγονάκια του και λαχταρούσε που θα τα ΄βλεπε σε λίγο στην εκκλησιά.
Να μη δώσει ο Πανάγαθος δεήθηκε συμφορές στη ζήση τους.
Τη Λαμπρή που θα γιόρταζε όλη η
οικογένειά του μαζεμένη γύρω από το γιορτινό τραπέζι θα έδειχνε στα μικρά το σύμβολο του ψαριού που
είχε σκαλίσει με τα επιδέξια χέρια του πριν από πολλά χρόνια σε μια άδεια τώρα
κάμαρη του σπιτιού. Θα τα ορμήνευε πώς να κάνουν όμορφα το σταυρό τους και να
λένε μια μικρή προσευχή ΙΧΘΥΣ, « Ἰησοῦς Χριστὸς Θεοῦ Ὑιὸς Σωτὴρ»
Ο Ανδρέας και ο
Κυριακός οι δύο αναγνώστες της εκκλησίας της Ολυμπίας έφτασαν στην είσοδο και
έσπρωξαν την ξύλινη πόρτα. Άναψαν κεριά, προσκύνησαν, ασπάστηκαν το χέρι
του ιερέα και ευχήθηκαν Καλή Ανάσταση.
Προχώρησαν, πήραν τις θέσεις τους στο Βήμα των Αναγνωστών και άνοιξαν τα ιερά βιβλία.
Είχε σουρουπώσει για τα καλά, ο κόσμος του χωριού με τα αναμμένα λυχνάρια μαζευόταν σιγά σιγά. Όταν ξαφνικά ένα βουητό ταρακούνησε τους τοίχους, τους κρεμαστούς λύχνους και την ξύλινη στέγη του ναού. Αλαφιασμένοι οι χωριανοί σταυροκοπήθηκαν για την κακοσημαδιά τούτης της Πασχαλιάς.
Comments
Post a Comment